- περιέχῃς
- περϊέχῃς , περιέχωencompasspres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεχής — ές, Α 1. αυτός που περιέχει κάτι, ο περιεκτικός 2. (για στάση αθλητή) σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εχής (< ἔχω*), πρβλ. προσ εχής, συν εχής] … Dictionary of Greek
περιεχεῖς — περιεχής surrounding masc/fem acc pl περιεχής surrounding masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek